This website uses cookies so that we can provide you with the best user experience possible. Cookie information is stored in your browser and performs functions such as recognising you when you return to our website and helping our team to understand which sections of the website you find most interesting and useful.
Χειρουργική της τραχείας και των μεγάλων αεραγωγών
Εκτομή τραχείας
Η εκτομή της τραχείας πραγματοποιείται στις περιπτώσεις καλοήθους (ιδιοπαθής, στένωση μετά από παρατεταμένη διασωλήνωση) και κακοήθους (πρωτοπαθείς όγκοι) στένωσής της. Ως γενική αρχή το μήκος της τραχείας που μπορεί να εξαιρεθεί με ασφάλεια δε θα πρέπει να ξεπερνάει τα 4cm, ενώ θα πρέπει να εξασφαλίζεται ότι με την εκτομή αυτή εξαιρείται το σύνολο της παθολογίας επί υγιών ορίων. Μετά τον απαραίτητο προεγχειρητικό έλεγχο, ο θωρακοχειρουργός θα πρέπει να ελέγχει ο ίδιος τη βλάβη με βρογχοσκόπηση αμέσως πριν τη χειρουργική επέμβαση. Ανάλογα με τη θέση της βλάβης επιλέγεται και η πρόσβαση. Για τις βλάβες που βρίσκονται ψηλά στην τραχεία (πιο κοντά στις φωνητικές χορδές) επιλέγεται η τραχηλική προσέγγιση, ενώ για τις περιφερικές βλάβες επιλέγεται η δεξιά θωρακοτομή. Το μήκος της τραχείας που θα εξαιρεθεί απελευθερώνεται από τους γύρω ιστούς με μεγάλη έμφαση στη διατήρηση της αιμάτωσής της. Στη συνέχεια, η τραχεία διατέμνεται περιφερικά και κεντρικά και τα δύο άκρα επανενώνονται με ραφές (αναστόμωση). Αφού ολοκληρωθεί η χειρουργική επέμβαση το αποτέλεσμα ελέγχεται με βρογχοσκόπηση, η οποία μπορεί να επαναληφθεί ανάλογα με την περίπτωση και κατά τη μετεγχειρητική περίοδο. Συνήθως ο ασθενής παραμένει στο νοσοκομείο για περίπου μία εβδομάδα εώς ότου διασφαλισθεί η ακεραιότητα της αναστόμωσης, ενώ η αναπνευστική λειτουργία κατά τη μετεγχειρητική περίοδο επηρεάζεται ελάχιστα.
Βρογχοπλαστικές επεμβάσεις
Οι βρογχοπλαστικές επεμβάσεις αποτελούν ειδικές τεχνικές εκτομής και ανακατασκευής του αεραγωγού (τραχεία και κύριοι βρόγχοι) για τις περιπτώσεις κακοήθων όγκων που αποφράσσουν το στόμιό τους ή βρίσκονται πολύ κοντά σε αυτό. Στις περισσότερες περιπτώσεις συνδυάζονται με λοβεκτομή και βασικός σκοπός τους είναι η αποφυγή μεγαλύτερης εκτομής (πνευμονεκτομής ή διλοβεκτομής) και η διατήρηση το δυνατό περισσότερου πνευμονικού ιστού. Η βασική τεχνική συνίσταται στη βρογχοσκόπηση για τον καθορισμό των ορίων της εκτομής και στη συνέχεια στην ολοκλήρωση της λοβεκτομής, την εκτομή του βρόγχου και την αναστόμωση (συρραφή των δύο άκρων) του αεραγωγού. Στο τέλος της χειρουργικής επέμβασης επαναλαμβάνεται η βρογχοσκόπηση για να ελεγχθεί το αποτέλεσμα της συρραφής του βρόγχου. Σε κάποιες περιπτώσεις, ανάλογα με τη θέση του όγκου, οι βρογχοπλαστικές επεμβάσεις μπορούν να συνδυασθούν και με αγγειοπλαστικές τεχνικές (εκτομή και αναστόμωση της πνευμονικής αρτηρίας). Με τον τρόπο αυτό, διατηρώντας την ογκολογική αποτελεσματικότητα της χειρουργικής επέμβασης, ο ασθενής δε χάνει ολόκληρο τον πνεύμονά του με αποτέλεσμα η μετεγχειρητική αναπνευστική λειτουργία να είναι καλύτερη. Η διάρκεια της ανάρρωσης είναι παρόμοια με αυτή μίας λοβεκτομής με σημαντική έμφαση στην κινητοποίηση και απομάκρυνση των εκκρίσεων του αναπνευστικού.
Βρογχοσκόπηση
Η βρογχοσκόπηση αποτελεί μία κυρίως διαγνωστική εξέταση κατά την οποία αφενός επισκοπείται η τραχεία και το δίκτυο των αεραγωγών, αφετέρου μπορούν να πραγματοιηθούν εκπλύσεις για τη λήψη δειγμάτων για καλλιέργειες και κυτταρολογικές εξετάσεις. Επιπλέον, παρουσία όγκων που είτε βρίσκονται, είτε προβάλλουν στον αεραγωγό λαμβάνονται βιοψίες για την ιστολογική τους ταυτοποίηση. Τα τελευταία χρόνια, ο συνδυασμός βρογχοσκοπίου και υπερηχογραφήματος (EBUS) δίνει τη δυνατότητα της εκτίμησης και της λήψης δειγμάτων από αλλοιώσεις έξω από το τοίχωμα και γύρω από τον αεραγωγό, κυρίως λεμφαδένων, όπου στην περίπτωση του καρκίνου του πνεύμονα, η εφαρμογή αυτή διαγιγνώσκει και σταδιοποιεί τη νόσο στον ίδιο χρόνο, σε συνδυασμό με άλλες εξετάσεις. Η βρογχοσκόπηση πραγματοποιείται κυρίως από τους πνευμονολόγους με ήπια μέθη και το ενδοσκόπιο εισάγεται από τη μύτη ή το στόμα του ασθενούς και προωθείται διαμέσω των φωνητικών χορδών στην τραχεία και στο δίκτυο των βρόγχων. Είναι μία σύντομη εξέταση που διαρκεί περίπου μισή ώρα ή λιγότερο και δεν απαιτείται νοσηλεία του ασθενούς στις περισσότερες περιπτώσεις. Εκτός από το διαγνωστικό της ρόλο, η βρογχοσκόπηση σε συγκεκριμένες περιπτώσεις μπορεί να εφαρμοσθεί και θεραπευτικά, είτε για την αφαίρεση ξένων σωμάτων από τον αεραγωγό, είτε για τη διάνοιξη ή τη διαστολή του στην περίπτωση αποφρακτικών όγκων με ή χωρίς την τοποθέτηση ενδοπροθέσεων (stents).