This website uses cookies so that we can provide you with the best user experience possible. Cookie information is stored in your browser and performs functions such as recognising you when you return to our website and helping our team to understand which sections of the website you find most interesting and useful.
Υπεζωκοτική συλλογή
Η υπεζωκοτική ή πλευριτική συλλογή αποτελεί τη συσσώρευση υγρού εντός της υπεζωκοτικής κοιλότητας που είναι ο χώρος εντός του οποίου βρίσκεται ο πνεύμονας. Φυσιολογικά, στην υπεζωκοτική κοιλότητα υπάρχει μία μικρή ποσότητα υγρού η οποία αναπαράγεται και απορροφάται διαρκώς. Όταν η παραγωγή αυξάνεται ή η απορρόφηση δεν είναι αποτελεσματική ή και τα δύο αυτά φαινόμενα συνδυάζονται, το υγρό συσσωρεύεται και προκαλείται η υπεζωκοτική συλλογή. Η παρουσία του υγρού δεν επιτρέπει την πλήρη έκπτυξη του πνεύμονα, και με εξαίρεση τις μικρές συλλογές που συνήθως δεν προκαλούν συμπτώματα, οι ασθενείς αναφέρουν συμπτώματα όπως δύσπνοια και εύκολη κόπωση, αίσθηση βάρους στο θώρακα ή θωρακικό άλγος. Η διάγνωση τίθεται αρχικά με την ακτινογραφία, την αξονική τομογραφία θώρακος ή το υπερηχογράφημα. Από τη στιγμή που θα διαπιστωθεί η παρουσία υγρού ως νέο εύρημα η διερεύνηση επικεντρώνεται στη διάγνωση της αιτίας της παραγωγής του υγρού.
Οι υπεζωκοτικές συλλογές χωρίζονται στις καλοήθεις και τις κακοήθεις. Οι συλλογές που οφείλονται σε καλοήθη αίτια είναι συχνότερες και διακρίνονται με τη σειρά τους σε εκείνες που προκαλούνται λόγω καρδιακής, ηπατικής ή νεφρικής ανεπάρκειας (διιδρώματα) και σε εκείνες που οφείλονται σε φλεγμονώδη αίτια (εξιδρώματα) με ή χωρίς την παρουσία κάποιου λοιμογόνου παράγοντα. Μεταξύ των αιτιών των συλλογών που δεν οφείλονται σε λοιμογόνο παράγοντα περιλαμβάνονται κάποια αυτοάνοσα νοσήματα (ρευματοειδής αρθρίτις και συστηματικός ερυθηματώδης λύκος) και η λήψη ορισμένων φαρμάκων που μπορεί να προκαλέσουν φλεγμονή του υπεζωκότα. Άλλα αίτια καλοήθους πλευριτικής συλλογής περιλαμβάνουν το θωρακικό τραύμα, τις καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις, την πνευμονική εμβολή, το χυλοθώρακα και τη ρήξη του οισοφάγου. Η συχνότερη αιτία καλοήθους υπεζωκοτικής συλλογής είναι η καρδιακή ανεπάρκεια και η δεύτερη συχνότερη οι λοιμώξεις του αναπνευστικού, περιλαμβανομένου του εμπυήματος.
Οι κακοήθεις πλευριτικές συλλογές οφείλονται σε προσβολή του υπεζωκότα από κάποιο νεόπλασμα. Η συχνότερη αιτία είναι η μεταστατική νόσος στον υπεζωκότα, από τον καρκίνο του πνεύμονα στους άνδρες και τον καρκίνο του μαστού στις γυναίκες, ενώ η δεύτερη συχνότερη αιτία είναι το μεσοθηλίωμα του υπεζωκότα, ένα κακόηθες νεόπλασμα που οφείλεται ως επί το πλείστον στη χρόνια έκθεση στον αμίαντο.
Καθώς τα αίτια της υπεζωκοτικής συλλογής είναι πολλά, κάθε εξέταση αποκλείει ή επιβεβαιώνει μία ή περισσότερες πιθανές διαγνώσεις, ενώ η σειρά των εξετάσεων που θα πρέπει να πραγματοποιούνται είναι από τις λιγότερο στις περισσότερο παρεμβατικές, έως ότου τεθεί η διάγνωση. Η διαγνωστική προσέγγιση των υπεζωκοτικών συλλογών βασίζεται τις περισσότερες φορές στην παρακέντησή, τη λήψη δειγμάτων υγρού και την ανάλυσή τους. Οι βασικές κατηγορίες των εξετάσεων που πραγματοποιούνται περιλαμβάνουν την ανάλυση των γενικών χαρακτηριστικών του υγρού, τις καλλιέργειες για την απομόνωση παθογόνων μικροοργανισμών ή τις εξετάσεις για την αναγνώριση προϊόντων του μεταβολισμού τους και τις κυτταρολογικές εξετάσεις για την ανίχνευση νεοπλασματικών κυττάρων που θα διαγνώσουν μία κακοήθη πλευριτική συλλογή.
Για τις μετρίου ή μεγάλου μεγέθους υπεζωκοτικές συλλογές είναι απαραίτητη η παροχέτευσή τους προκειμένου να βελτιωθεί η δύσπνοια του ασθενούς. Αυτό γίνεται με την τοποθέτηση καθετήρα ή σωλήνα θωρακικής παροχέτευσης που παραμένουν για τουλάχιστον λίγες ημέρες. Όταν η διερεύνηση δεν έχει αναδείξει σαφή αιτία και στις περιπτώσεις που η συλλογή υγρού αναπαράγεται και υπάρχει υπόνοια κακοήθειας συνίσταται η βιοψία του υπεζωκότα. Η χειρουργική αυτή επέμβαση γίνεται θωρακοσκοπικά μέσω μίας μικρής οπής με γενική αναισθησία ή τοπική αναισθησία και καταστολή. Εκκενώνεται το σύνολο του υγρού και λαμβάνονται βιοψίες από τον τοιχωματικό υπεζωκότα, της μεμβράνης δηλαδή που επενδύει την εσωτερική επιφάνεια του θωρακικού τοιχώματος. Κατά τη διάρκεια της επέμβασης αυτής μπορεί επίσης να πραγματοποιηθεί πλευρόδεση με έγχυση κάποιου παράγοντα, συνήθως τάλκ, που προκαλεί ερεθισμό και φλεγμονή του υπεζωκότα, προάγει τη δημιουργία συμφύσεων και πρακτικά εξαλείφει το χώρο εντός του οποίου μπορεί να συσσωρευθεί ξανά το υγρό.