Υπεριδρωσία

Η βασική λειτουργία του ιδρώτα είναι η διατήρηση της θερμοκρασίας του σώματος και η ρύθμισή του πραγματοποιείται από το αυτόνομο νευρικό σύστημα μέσω του συμπαθητικού νευρικού συστήματος. Η υπερβολική παραγωγή ιδρώτα που δεν οφείλεται στη σημαντική αύξηση της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος καλείται υπεριδρωσία.

Η πρωτοπαθής υπεριδρωσία προσβάλλει συμμετρικά συχνότερα τις παλάμες, τις μασχάλες και τα πέλματα και λιγότερο συχνά το πρόσωπο και υπολογίζεται οτι προσβάλλει 2-3% του γενικού πληθυσμού. Η κατάσταση αυτή οφείλεται σε διαταραχή των νευρικών ερεθισμάτων που φθάνουν στον ιδρωτοποιό αδένα, ο οποίος είναι φυσιολογικός και δε θα πρέπει να συγχέεται με τη δευτεροπαθή υπεριδρωσία, η οποία αφενός είναι περισσότερο γενικευμένη, αφετέρου οφείλεται σε κάποιο υποκείμενο νόσημα (φυματίωση, λέμφωμα, υπερθυρεοειδισμός, σακχαρώδης διαβήτης).

Η πρωτοπαθής υπεριδρωσία είναι εξίσου συχνή στις γυναίκες και στους άνδρες και εμφανίζει γενετική προδιάθεση. Τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται συνήθως πριν την ηλικία των 25 ετών, ενώ η υπερβολική παραγωγή ιδρώτα μπορεί να είναι διαλείπουσα ή συνεχής. Ενώ υπάρχουν ποσοτικές μέθοδοι για τη διαβάθμιση της σοβαρότητας της υπεριδρωσίας, το σημαντικότερο διαγνωστικό μέσο είναι το ιστορικό του ασθενούς. Η μη ανεκτή παραγωγή ιδρώτα που επηρεάζει την κοινωνική και επαγγελματική ζωή του ατόμου, χαρακτηρίζεται ως σοβαρή και χρήζει θεραπείας, με τους περισσότερους ασθενείς που αναζητούν χειρουργική αντιμετώπιση να εμφανίζουν υπεριδρωσία των παλαμών.

Η εκτίμηση του ασθενούς με υπεριδρωσία περιλαμβάνει το πλήρες ιστορικό και τη φυσική εξέταση για τον αποκλεισμό αιτίων δευτεροπαθούς υπεριδρωσίας, ενώ στη συνέχεια η συμβουλευτική συνεδρία εστιάζει στην παρουσία οικογενειακού ιστορικού υπεριδρωσίας, στην έναρξη της πάθησης, στις θέσεις, στη διάρκεια, στη συχνότητα και στα χρονικά διαστήματα υπερβολικής παραγωγής ιδρώτα, καθώς και στην παρουσία πιθανών ερεθισμάτων που πυροδοτούν ή επιδεινώνουν την κατάσταση.

Η αντιμετώπιση της πρωτοπαθούς υπεριδρωσίας ξεκινάει με συντηρητικά μέσα τα οποία εξατομικεύονται στον κάθε ασθενή ανάλογα με τη σοβαρότητα της κατάστασης, την εντόπισή της και το προσδοκώμενο όφελος. Ενώ τα τοπικά συντηρητικά μέσα είναι δυνατό να προσφέρουν κάποιο όφελος, σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία όσο σοβαρότερη η υπεριδρωσία, τόσο μικρότερες οι πιθανότητες οριστικής αντιμετώπισής της με τα μέσα αυτά. Οι περισσότεροι ασθενείς που παραπέμπονται για χειρουργική αντιμετώπιση, συνήθως έχουν δοκιμάσει περισσότερες από μία συντηρητικές μεθόδους χωρίς όμως τα οφέλη από αυτές να προσφέρουν την επιθυμητή βελτίωση στην ποιότητα της ζωής τους.

Η θωρακοσκοπική συμπαθεκτομή αποτελεί σήμερα την ενδεδειγμένη αντιμετώπιση της πρωτοπαθούς υπεριδρωσίας, ιδιαίτερα των παλαμών ή των παλαμών σε συνδυασμό με τις μασχάλες, για τα άτομα στα οποία τα συντηρητικά μέτρα έχουν αποτύχει να βελτιώσουν την κατάσταση. Η μέθοδος αυτή πραγματοποιείται με γενική αναισθησία και μέσω δύο οπών στο πλάγιο θωρακικό τοίχωμα διατέμνεται ή αποκλείεται η συμπαθητική άλυσος στο αντίστοιχο ύψος, ανάλογα με την ανατομική εντόπιση της υπεριδρωσίας. Η επέμβαση μπορεί να πραγματοποιηθεί είτε από τη μία πλευρά μόνο, είτε ταυτόχρονα και από τις δύο πλευρές, ενώ η διάρκεια νοσηλείας του ασθενούς είναι 1-2 ημέρες. Η συχνότερη παρενέρεια της θωρακοσκοπικής συμπαθεκτομής είναι η αντιρροπιστική υπεριδρωσία, η υπερβολική δηλαδή εφίδρωση σε κάποια άλλη θέση του σώματος, συνήθως στην κοιλιακή χώρα, την πλάτη και τα κάτω άκρα, η οποία μπορεί να είναι από ήπια έως έντονη και μπορεί να αυτοπεριορισθεί με το χρόνο. Περισσότεροι από 80% των ασθενών που υποβάλλονται στη χειρουργική αυτή επέμβαση αναφέρουν βελτίωση τόσο των συμπτωμάτων τους, όσο και της ποιότητας της ζωής τους μακροπρόθεσμα και η βελτίωση αυτή είναι σημαντικότερη όσο πιο έντονη είναι η υπεριδρωσία προεγχειρητικά.