Όζος του πνεύμονα

Ο πνευμονικός όζος είναι μία καλά περιγεγραμμένη πνευμονική αλλοίωση, που περιβάλλεται από πνευμονικό ιστό και έχει διάμετρο 3 εκατοστά ή λιγότερο. Αρκετά συχνά, οι ασθενείς με πνευμονικό όζο είναι ασυμπτωματικοί, ενώ ορισμένες φορές μπορεί να υπάρχουν μη ειδικά συμπτώματα από το αναπνευστικό όπως είναι η ήπια δύσπνοια, ο βήχας και η παρουσία αίματος στα πτύελα. Οι πνευμονικοί όζοι ακριβώς επειδή τις περισσότερες φορές δεν προκαλούν συμπτώματα ανακαλύπτονται συνήθως τυχαία κατά τη διάρκεια μίας απεικονιστικής εξέτασης για άλλο λόγο. Οι περισσότεροι όζοι που διαγιγνώσκονται είναι καλοήθους αιτιολογίας και η αξία της σωστής διερεύνησης και αντιμετώπισής τους έγκειται στην ταχεία αναγνώριση αυτών που είναι κακοήθεις, καθώς και στην κατά το δυνατό αποφυγή περιττών χειρουργικών επεμβάσεων για τους όζους που τελικά θα αποδειχθούν καλοήθεις.

Τα περισσότερα πνευμονικά οζίδια ανακαλύπτονται με την αξονική τομογραφία θώρακος. Η εκτίμηση της πιθανότητας ένας όζος να είναι κακοήθης βασίζεται στα απεικονιστικά χαρακτηριστικά του όζου και στα κλινικά χαρακτηριστικά του ασθενούς. Ως γενικός κανόνας όσο μικρότερο είναι ένα πρωτοεμφανιζόμενο πνευμονικό οζίδιο τόσο μικρότερη η πιθανότητα αυτό να είναι κακόηθες. Έτσι, οζίδια με διάμετρο μικρότερη των 8 χιλιοστών θεωρούνται χαμηλού κινδύνου για κακοήθεια και συνίσταται η παρακολούθησή τους με επαναληπτική αξονική τομογραφία θώρακος σε 3 ή 6 μήνες, εκτός εάν έχει ήδη διαπιστωθεί αύξηση του μεγέθους τους. Για πνευμονικά οζίδια με διάμετρο μεγαλύτερη των 8 χιλιοστών συνίσταται η πραγματοποίηση PET-CT, η οποία δίνει μία εκτίμηση της πιθανότητας κακοήθειας ανάλογα με το μέγεθός τους.

Είναι πολύ σημαντικό εάν υπάρχουν παλαιότερες αξονικές τομογραφίες θώρακος να γίνεται σύγκριση. Όζοι οι οποίοι είναι σταθεροί σε μέγεθος για περισσότερο από 2 χρόνια αντιπροσωπεύουν ως επί το πλείστον καλοήθεις αλλοιώσεις. Αντίθετα, η αύξηση του μεγέθους ενός οζιδίου σε διαδοχικές αξονικές τομογραφίες θώρακος αυξάνει την πιθανότητα κακοήθειας. Επίσης, ενώ τα συμπαγή οζίδια είναι τα συχνότερα που ανακαλύπτονται, αυτά που δεν είναι συμπαγή στην αξονική τομογραφία ή είναι μερικώς συμπαγή έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να είναι κακοήθη.

Τα κύρια κλινικά χαρακτηριστικά του ασθενούς που αυξάνουν την πιθανότητα ένας όζος να είναι κακοήθης είναι το κάπνισμα και η ηλικία. Η διάρκεια και η ποσότητα του καπνίσματος αυξάνουν την πιθανότητα ένας όζος να αντιπροσωπεύει καρκίνο του πνεύμονα. Η προχωρημένη ηλικία επίσης αποτελεί παράγοντα κινδύνου με περισσότερους από τους μίσους όζους σε άτομα άνω των 60 ετών να αποδεικνύονται ότι είναι κακοήθεις. Για οζίδια μετρίου ή αυξημένου κινδύνου για κακοήθεια εκτιμάται η δυνατότητα βιοψίας τους ανάλογα με τη θέση που βρίσκονται στον πνεύμονα. Κεντρικές βλάβες, δηλαδή αυτές που βρίσκονται κοντά στους μεγάλους βρόγχους, προσεγγίζονται με βρογχοσκόπηση και λήψη βιοψίας, ενώ για όζους που βρίσκονται στην περιφέρεια του πνεύμονα εκτιμάται η δυνατότητα διαδερμικής βιοψίας υπό καθοδήγηση αξονικού τομογράφου (FNA/FNB). Τα τελευταία χρόνια, η ανάπτυξη ειδικών βρογχοσκοπικών τεχνικών επιτρέπει την προσέγγιση και τη βιοψία ακόμα και περιφερικών όζων. Για πνευμονικά οζίδια που δεν είναι προσβάσιμα για βιοψία με τις μεθόδους αυτές, εκτιμάται η δυνατότητα θωρακοσκοπικής βιοψίας. Στις περιπτώσεις αυτές, θα πρέπει να έχει προηγηθεί πλήρης σταδιοποίηση και εκτίμηση της δυνατότητας του ασθενούς να υποβληθεί σε θεραπευτική χειρουργική εκτομή στην περίπτωση που ο όζος αποδειχθεί κακοήθης στην ταχεία βιοψία.

Η διερεύνηση και η αντιμετώπιση του πνευμονικού όζου θα πρέπει να ακολουθεί συγκεκριμένες αρχές και να βασίζεται στις σύγχρονες διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες. Το σημαντικότερο στοιχείο κατά τη διαδικασία αυτή είναι ο κατά το δυνατό ακριβής καθορισμός της πιθανότητας κακοήθειας. Σε αυτή βασίζεται η διαγνωστική στρατηγική που θα ακολουθηθεί στη συνέχεια, ενώ η σωστή επιλογή της εξασφαλίζει ότι δε θα χαθεί πολύτιμος χρόνος.