This website uses cookies so that we can provide you with the best user experience possible. Cookie information is stored in your browser and performs functions such as recognising you when you return to our website and helping our team to understand which sections of the website you find most interesting and useful.
Νεοπλάσματα της τραχείας
Οι όγκοι της τραχείας είναι σπάνια και στην πλειοψηφία τους κακοήθη νεοπλάσματα. Οι συχνότεροι ιστολογικοί τύποι περιλαμβάνουν το πλακώδες και το αδενοκυστικό καρκίνωμα, το βλεννοεπιδερμοειδές καρκίνωμα, τα σαρκώματα και τα καρκινοειδή. Η σπανιότητα των πρωτοπαθών όγκων της τραχείας καθιστά απαραίτητο τον έλεγχο για την παρουσία κακοήθειας είτε σε γειτονικά όργανα, όπως είναι ο πνεύμονας, ο οισοφάγος και ο θυροειδής αδένας, απ’ όπου ένας όγκος μπορεί να έχει επεκταθεί στην τραχεία, είτε αλλού στο σώμα, απ’ όπου είναι δυνατό να έχουν προκληθεί μεταστάσεις στην τραχεία.
Η στένωση του αυλού του αεραγωγού είναι το κύριο χαρακτηριστικό των όγκων της τραχείας. Η στένωση αυτή καθώς αυξάνεται προκαλεί κυρίως δύσπνοια, βήχα και συριγμό στον ασθενή, συμπτώματα τα οποία αρχικά συνήθως αποδίδονται σε άλλα συχνότερα νοσήματα του αναπνευστικού, όπως είναι η βρογχίτιδα και το άσθμα. Η διάγνωση γίνεται αρχικά με την αξονική τομογραφία θώρακος, η οποία έως ένα βαθμό μπορεί να εκτιμήσει το βαθμό της στένωσης του αυλού της τραχείας και τη σχέση του όγκου με τις γειτονικές δομές. Στη συνέχεια επιβεβαιώνεται με τη βρογχοσκόπηση, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της διερεύνησης των όγκων της τραχείας και με την οποία εκτιμάται με ακρίβεια ο βαθμός της στένωσης του αεραγωγού και το μήκος της στένωσης. Η βρογχοσκόπηση επιτρέπει επίσης τη λήψη βιοψίας, αν και αυτή δεν είναι απαραίτητη για μικρούς όγκους που θα εξαιρεθούν χειρουργικά. Με τη βρογχοσκόπηση μπορεί επιπλέον να πραγματοποιηθεί διάνοιξη της τραχείας στις περιπτώσεις που ένας όγκος προκαλεί πολύ μεγάλη στένωση με επαπειλούμενη απόφραξη. Η σταδιοποίηση ολοκληρώνεται με το PET/CT και τον απεικονιστικό έλεγχο του εγκεφάλου.
Η χειρουργική εξαίρεση των νεοπλασμάτων της τραχείας, όποτε αυτή είναι δυνατή, προσφέρει τα καλύτερα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα. Ενδείκνυται για τις περιπτώσεις που ο όγκος μπορεί να εξαιρεθεί πλήρως επιτρέποντας ταυτόχρονα την επανένωση των δύο άκρων της τραχείας. Για να εκτιμηθεί αυτό ο θωρακοχειρουργός θα πρέπει να λάβει υπόψη το μέγεθος του όγκου, την δυνατότητα να κινητοποιηθεί η υγιής εναπομείνουσα τραχεία και τη σωματική διάπλαση του ασθενούς. Επιπλέον, θα πρέπει ο όγκος να μην έχει χορηγήσει μεταστάσεις και να μη διηθεί γειτονικές δομές, με εξαίρεση τον οισοφάγο. Η χειρουργική προσέγγιση εξαρτάται από τη θέση της βλάβης, με τους όγκους της ανώτερης τραχείας να εξαιρούνται με τραχηλική τομή και τους όγκους της κατώτερης τραχείας με δεξιά θωρακοτομή. Η ακεραιότητα της επανένωσης της τραχείας (αναστόμωση) είναι η σημαντικότερη παράμετρος που καθορίζει την επιτυχία της χειρουργικής επέμβασης και αυτό επιβεβαιώνεται μετεγχειρητικά με τη βρογχοσκόπηση. Πολλοί ασθενείς λαμβάνουν ακτινοθεραπεία μετά την εκτομή όγκων της τραχείας, η οποία μειώνει τις πιθανότητες τοπικής υποτροπής. Όλοι οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται μακροπρόθεσμα, τόσο για υποτροπή, όσο και για νέα κακοήθεια.
Η βρογχοσκοπική αντιμετώπιση με καυτηριασμό και εξαίρεση του ενδοαυλικού μέρους ενός όγκου της τραχείας ενδείκνυται για τους ασθενείς που δεν είναι υποψήφιοι για χειρουργική εξαίρεση. Στόχος της βρογχοσκόπησης είναι η αποκατάσταση της βατότητας του αεραγωγού και η διευκόλυνση της αναπνευστικής λειτουργίας. Για το σκοπό αυτό μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ενδοπροθέσεις (stents) που στις περισσότερες περιπτώσεις τοποθετούνται μόνιμα. Σε συνδυασμό με την αποκατάσταση της βατότητας της τραχείας, οι ασθενείς αυτοί λαμβάνουν και ακτινοθεραπεία με ή χωρίς χημειοθεραπεία.