Μεταστάσεις στους πνεύμονες

Ο πνεύμονας αποτελεί θέση μετάστασης από κακοήθειες σε άλλα όργανα. Οι μεταστάσεις στους πνεύμονες δεν είναι ασυνήθεις καθώς αυτές διασπείρονται με το αίμα, και οι πνεύμονες μαζί με την καρδιά δέχονται το σύνολο της αιματικής κυκλοφορίας. Οι κακοήθειες που πολύ συχνά μεθίστανται στον πνεύμονα είναι τα μελανώματα και τα σαρκώματα, ενώ άλλες όπως είναι ο καρκίνος του νεφρού και του παχέως εντέρου, ο καρκίνος του μαστού και τα νεοπλάσματα του τραχήλου χορηγούν μεταστάσεις στους πνεύμονες άλλα με μικρότερη συχνότητα. Για το λόγο αυτό, οι ασθενείς με αυτές τις κακοήθειες συνίσταται να ελέγχονται συστηματικά με αξονική τομογραφία θώρακος, καθώς οι μεταστάσεις στους πνεύμονες στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν προκαλούν συμπτώματα.

Όταν ο αριθμός των μεταστάσεων είναι μικρός και η αρχική εστία της κακοήθειας έχει ελεγχθεί πλήρως θα πρέπει να εξετάζεται πάντα το ενδεχόμενο της χειρουργικής εξαίρεσής τους, καθώς αυτή προσφέρει την καλύτερη πιθανότητα ελέγχου της νόσου. Όσο μικρότερος ο αριθμός των μεταστάσεων και όσο μεγαλύτερο το χρονικό διάστημα από την θεραπεία της αρχικής κακοήθειας, τόσο ευνοϊκότερη και η πρόγνωση. Δεν υπάρχει σαφές όριο στον αριθμό των πνευμονικών μεταστάσεων που μπορούν να εξαιρεθούν, υπό την προϋπόθεση ότι η έκταση της εκτομής θα διατηρήσει ικανοποιητικό πνευμονικό παρέγχυμα που να εξασφαλίζει αποδεκτή ποιότητα ζωής του ασθενούς. Η θωρακοσκοπική εξαίρεση προτιμάται από την ανοικτή χειρουργική στις περισσότερες περιπτώσεις λόγω των πλεονεκτημάτων που προσφέρει στη μετεγχειρητική ανάρρωση του ασθενούς, αρκεί ο αριθμός των μεταστάσεων να έχει αποσαφηνισθεί με ακρίβεια σε μία πρόσφατη αξονική τομογραφία θώρακος. Μία πολύ σημαντική παράμετρος που συχνά παραλείπεται κατά τη διάρκεια της μεταστασεκτομής είναι ο λεμφαδενικός καθαρισμός του μεσοθωρακίου. Είναι γνωστό ότι ανάλογα με τον ιστολογικό τύπο της πρωτοπαθούς εστίας οι πνευμονικές μεταστάσεις συνοδεύονται σε ποσοστό έως 30% των περιπτώσεων από λεμφαδενικές μεταστάσεις. Παρόλη την αμφίβολη προγνωστική της σημασία, η λεμφαδενεκτομή θα πρέπει να πραγματοποιείται πάντα κατά τη διάρκεια της μεταστασεκτομής.

Για την περίπτωση των ασθενών που δε μπορούν να χειρουργηθούν λόγω σοβαρών συνοδών νοσημάτων, σημαντικά μειωμένων αναπνευστικών εφεδρειών και κατ’ επέκταση αυξημένου διεγχειρητικού και μετεγχειρητικού κινδύνου, εκτιμάται η δυνατότητα αντιμετώπισης των πνευμονικών μεταστατικών εστιών είτε με στερεοτακτική ακτινοθεραπεία, είτε με κατάλυση με ραδιοσχυνότητες ή μικροκύματα. Οι μέθοδοι αυτοί έχουν καταστεί πολύ αποτελεσματικές τα τελευταία χρόνια, αλλά μειονεκτούν στο γεγονός ότι δεν αντιμετωπίζουν τους λεμφαδένες με αποτέλεσμα να μην εκτιμάται η πιθανή διήθησή τους.

Ένας πνευμονικός όζος σε ασθενή με ιστορικό κακοήθειας σε άλλο όργανο θα πρέπει να εξετάζεται για τον ενδεχόμενο να αντιπροσωπεύει μετάσταση ή μία νέα κακοήθεια του πνεύμονα, καθώς η αντιμετώπιση στις περισσότερες περιπτώσεις είναι διαφορετική. Για το λόγο αυτό, εάν δεν υπάρχει προεγχειρητική ιστολογική επιβεβαίωση, κατά τη διάρκεια της μεταστασεκτομής θα πρέπει να πραγματοποιείται ταχεία βιοψία του όζου, οποτεδήποτε αυτό είναι δυνατό και κλινικά ενδεδειγμένο. Η διεγχειρητική επιβεβαιώση πρωτοπαθούς καρκίνου του πνεύμονα υπαγορεύει ανατομική εκτομή του πνεύμονα (τμηματεκτομή ή λοβεκτομή) για την οποία ο ασθενής αφενός θα πρέπει να έχει ενημερωθεί προεγχειρητικά, αφετέρου να έχει ελεγχθεί αν είναι υποψήφιος για ένα τέτοιο, μεγαλύτερης έκτασης χειρουργείο.

Οι ασθενείς που υποβάλλονται σε εξαίρεση μεταστάσεων από τον πνεύμονα θα πρέπει στη συνέχεια να εκτιμώνται από τον ογκολόγο τους για την καταλληλότητα χορήγησης συστηματικής θεραπείας. Η μακροπρόθεσμη παρακολούθηση με αξονικές τομογραφίες θώρακος είναι επιβεβλημένη λόγω της πιθανότητας εμφάνισης νέων μεταστάσεων στο μέλλον.