Μεσοθηλίωμα

Το μεσοθηλίωμα, μία σχετικά ασυνήθης νόσος, αποτελεί κακοήθεια του υπεζωκότα, της μεμβράνης δηλαδή που επενδύει τον πνεύμονα και την εσωτερική επιφάνεια του θωρακικού τοιχώματος. Η νόσος έχει συσχετισθεί με την παρατεταμένη έκθεση στον αμίαντο, ενός ορυκτού υλικού το οποίο στο παρελθόν χρησιμοποιούταν εκτεταμένα στις μονώσεις και στις κατασκευές γενικά. Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι περισσότεροι ασθενείς που θα εκτεθούν σε ίνες αμιάντου είτε για μικρό, είτε για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα δε θα αναπτύξουν μεσοθηλίωμα. Το γεγονός αυτό υποδεικνύει ότι πιθανώς και άλλοι παράγοντες είναι υπεύθυνοι για την εμφάνιση της νόσου, όπως είναι η γενετική προδιάθεση, το κάπνισμα και άλλοι περιβαλλοντικοί παράγοντες.

Οι ασθενείς με μεσοθηλίωμα συνήθως εμφανίζουν συλλογή υγρού γύρω από τον πνεύμονα, ενώ τα κύρια συμπτώματα περιλαμβάνουν τη δύσπνοια, το βήχα και το θωρακικό άλγος και την απώλεια βάρους που παρατηρείται στα προχωρημένα στάδια της νόσου. Τα συμπτώματα αυτά δεν είναι ειδικά και τις περισσότερες φορές σχετίζονται με άλλα θωρακικά νοσήματα. Η ακτινογραφία και αξονική τομογραφία θώρακος θα αναδείξουν άλλοτε άλλου μεγέθους υπεζωκοτική συλλογή, παρουσία υγρού δηλαδή γύρω από τον πνεύμονα. Η κλινική υπόνοια της νόσου οδηγεί στην παρακέντηση και κυτταρολογική εξέταση του υγρού ή στη διαδερμική βιοψία υπό αξονική τομογραφία εάν αυτό είναι εφικτό. Οι εξετάσεις αυτές μπορούν να διαγνώσουν το μεσοθηλίωμα έως και στο 80% των ασθενών, ενώ για τους ασθενείς που παραμένει η κλινική υπόνοια και οι εξετάσεις αυτές είναι αρνητικές, η θωρακοσκοπική βιοψία θα επιβεβαιώσει ή θα αποκλείσει την παρουσία της νόσου. Αφού διαγνωσθεί το μεσοθηλίωμα, θα πρέπει να σταδιοποιηθεί, να καθορισθεί δηλαδή η έκταση της νόσου. Για το λόγο αυτό θα χρειασθεί να πραγματοποιηθούν επιπλέον απεικονιστικές εξετάσεις όπως είναι το PET/CT και πιθανώς η μαγνητική τομογραφία θώρακος με ενδοφλέβιο σκιαγραφικό.

Η θεραπευτική αντιμετώπιση του μεσοθηλιώματος εξαρτάται από τον ιστολογικό υπότυπο, το στάδιο και την εντόπιση της νόσου, καθώς και από τη γενική κατάσταση του ασθενούς. Ένα μικρό ποσοστό των ασθενών θα διαγνωσθεί με μεσοθηλίωμα πρώιμου σταδίου (στάδια Ι & ΙΙ) και αυτοί οι ασθενείς πιθανώς θα επωφεληθούν από χειρουργική εκτομή του μεσοθηλιώματος σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία. Η χειρουργική θεραπεία αποτελεί επιλογή και για προσεκτικά επιλεγμένους ασθενείς με νόσο σταδίου ΙΙΙ, μόνο εφόσον αυτή ανταποκριθεί και περιορισθεί μετά από χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία. Δυστυχώς το μεσοθηλίωμα αποτελεί μία επιθετική μορφή κακοήθειας και τις περισσότερες φορές κατά τη διάγνωση η νόσος είναι ήδη αρκετά προχωρημένη. Στις περιπτώσεις αυτές, η αντιμετώπιση βασίζεται στη χημειοθεραπεία και την ακτινοθεραπεία, ενώ ανάλογα με τη μοριακή εξέταση του όγκου μπορούν να προστεθούν στοχευμένοι παράγοντες στη θεραπεία αν και αυτό δε είναι σύνηθες για το μεσοθηλίωμα. Η ανοσοθεραπεία μπορεί να χορηγηθεί είτε ως πρώτης γραμμής, είτε μετά από χημειοθεραπεία, ως δεύτερης γραμμής θεραπεία.

Για τους ασθενείς που δεν είναι υποψήφιοι για χειρουργική εκτομή στους οποίους όμως παρατηρείται επίμονη συλλογή υγρού που προκαλεί δύπνοια και επηρεάζει την ποιότητα ζωής τους, πραγματοποιείται θωρακοσκοπική πλευρόδεση η οποία στοχεύει στη δημιουργία τοπικής φλεγμονής και ανάπτυξης συμφύσεων μεταξύ του πνεύμονα και της εσωτερικής επιφάνειας του θωρακικού τοιχώματος. Με τον τρόπο αυτό εξαλείφεται ο χώρος εντός του οποίου μπορεί να συγκεντρωθεί το υγρό.