This website uses cookies so that we can provide you with the best user experience possible. Cookie information is stored in your browser and performs functions such as recognising you when you return to our website and helping our team to understand which sections of the website you find most interesting and useful.
Καρκινοειδές του πνεύμονα
Το καρκινοειδές αποτελεί έναν σχετικά ασυνήθη νευροενδοκρινή όγκο του πνεύμονα, ενώ συχνότερα εμφανίζεται στο γαστρεντερικό σύστημα. Παλαιότερα δεν ήταν σαφές εάν οι όγκοι αυτοί ήταν καλοήθεις ή κακοήθεις, και για το λόγο αυτό ονομάστηκαν καρκινοειδή (ή βρογχικά αδενώματα). Οι δύο βασικές κατηγορίες είναι το τυπικό καρκινοειδές που είναι το συχνότερο, και το άτυπο καρκινοειδές, ενώ σήμερα είναι γνωστό ότι ακόμα και το τυπικό καρκινοειδές σπάνια μπορεί να δώσει μεταστάσεις και για το λόγο αυτό οι όγκοι αυτοί θεωρούνται κακοήθεις.
Τα καρκινοειδή απαντώνται σε όλες τις ηλικίες αλλά συνήθως διαγιγνώσκονται σε άτομα νεότερα σε σχέση με τους ασθενείς με καρκίνο του πνεύμονα. Γενικά, στους νεότερους ασθενείς τα τυπικά καρκινοειδή είναι συχνότερα, ενώ η συσχέτιση των όγκων αυτών με το κάπνισμα είναι ασθενής. Τα συχνότερα συμπτώματα των καρκινοειδών όγκων είναι ο βήχας, η δύσπνοια και ο συριγμός, οι επανειλημμένες λοιμώξεις του αναπνευστικού και η αιμόπτυση, ενώ περίπου ένας στους τρεις ασθενείς δεν εμφανίζει συμπτώματα. Η παρουσία συμπτωμάτων σχετίζεται με τη θέση του όγκου στον πνεύμονα, με τους κεντρικούς όγκους, δηλαδή αυτούς που βρίσκονται σε επαφή με τους βρόγχους, να ευθύνονται για τα περισσότερα συμπτώματα. Συχνά οι ασθενείς με τα παραπάνω συμπτώματα, ειδικά αν απουσιάζει η αιμόπτυση, αντιμετωπίζονται αρχικά για λοίμωξη του αναπνευστικού ή παίρνουν θεραπεία για άσθμα με αποτέλεσμα να καθυστερεί η διάγνωση. Σε αντίθεση με τα καρκινοειδή που εντοπίζονται σε κεντρική θέση, οι περιφερικοί όγκοι είναι σχεδόν πάντα ασυμπτωματικοί και διαγιγνώσκονται τυχαία.
Η διάγνωση των κεντρικών καρκινοειδών πραγματοποιείται με την αξονική τομογραφία θώρακος σε συνδυασμό με βρογχοσκόπηση και βιοψία του όγκου εάν αυτός είναι ενδοβρογχικός. Ένα σημαντικό πλεονέκτημα της βρογχοσκόπησης είναι ο καθορισμός της ακριβούς θέσης ενός ενδοβρογχικού καρκινοειδούς η οποία καθορίζει και το είδος της χειρουργικής επέμβασης που θα χρειασθεί. Για περιφερικές βλάβες μπορεί να ληφθεί βιοψία με βελόνη υπό καθοδήγηση αξονικού τομογράφου. Η περαιτέρω σταδιοποίηση των καρκινοειδών του πνεύμονα γίνεται με PET/CT (με νεότερους ραδιοανιχνευτές) και μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου. Το Octreoscan δε συνίσταται ως εξέταση ρουτίνας για τα καρκινοειδή του πνεύμονα, εκτός εάν υπάρχει υπόνοια για απομακρυσμένες μεταστάσεις.
Εκτός από τις περιπτώσεις εκείνες όπου υπάρχουν απομακρυσμένες μεταστάσεις, η κύρια θεραπεία των καρκινοειδών του πνεύμονα, η οποία προσφέρει και τις καλύτερες πιθανότητες για ίαση, είναι η χειρουργική εκτομή. Αν υπάρχουν τεκμηριωμένες λεμφαδενικές μεταστάσεις στο μεσοθωράκιο, κυρίως στην περίπτωση ατύπων καρκινοειδών, εκτιμάται στο πλαίσιο του ογκολογικού συμβουλίου η πιθανότητα χημειοθεραπείας πριν τη χειρουργική επέμβαση. Η επέμβαση εκλογής είναι η λοβεκτομή για όλα τα καρκινοειδή, ενώ η τμηματεκτομή ή η σφηνοειδής εκτομή επιλέγεται για τους ασθενείς με σημαντικά επηρεασμένη αναπνευστική λειτουργία. Οι επεμβάσεις αυτές θα πρέπει να συνοδεύονται από λεμφαδενικό καθαρισμό ή συστηματική δειγματοληψία των λεμφαδένων του μεσοθωρακίου. Λόγω της συνηθισμένης κεντρικής θέσης των καρκινοειδών, όταν βρίσκονται στο στόμιο κάποιου βρόγχου απαιτείται βρογχοπλαστική τεχνική. Η υποτροπή μετά από χειρουργική εκτομή είναι ασυνήθης για τα τυπικά καρκινοειδή, ειδικά αν δεν υπάρχουν προσβεβλημένοι λεμφαδένες και συχνότερη για τα άτυπα καρκινοειδή με προσβεβλημένους λεμφαδένες. Για το λόγο αυτό, οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται μακροπρόθεσμα έως και για 20 χρόνια με αξονική τομογραφία θώρακος. Στην περίπτωση που μετά τη χειρουργική επέμβαση διαπιστωθεί προσβολή των λεμφαδένων του μεσοθωρακίου που έχουν εξαιρεθεί, εξετάζεται το ενδεχόμενο χορήγησης χημειοθεραπείας για την περίπτωση των άτυπων καρκινοειδών.