Καλοήθης στένωση της τραχείας

Η καλοήθης στένωση της τραχείας οφείλεται στον τραυματισμό του τοιχώματος της τραχείας ως επί το πλείστον κατά τη διάρκεια παρατεταμένης διασωλήνωσης και μηχανικής υποστήριξης της αναπνοής και κατά δεύτερο λόγο στη θέση εισόδου μίας τραχειοστομίας όταν αυτή αφαιρεθεί. Η στένωση εκδηλώνεται συνήθως μερικές εβδομάδες μετά την αφαίρεση του ενδοτράχειου σωλήνα ή της τραχειοστομίας, οπότε και στη θέση του τραυματισμού αναπτύσσεται ουλώδης ιστός ο οποίος συστέλλεται και τελικά προκαλεί τη στένωση του αυλού της τραχείας. Η σοβαρότητα της στένωσης εξαρτάται από την έκταση του τραυματισμού και το βαθμό της τοπικής επιμόλυνσης και φλεγμονής που αυτός προκαλεί. Σπανιότερα, η στένωση μπορεί να είναι ιδιοπαθής, δηλαδή χωρίς τραυματισμό, και στις περιπτώσεις αυτές επηρεάζει συνήθως το ανώτερο τμήμα της τραχείας.

Τα κύρια συμπτώματα είναι η δύσπνοια και ο συριγμός, η ένταση των οποίων εξαρτάται από το βαθμό της στένωσης. Οι περισσότεροι ασθενείς αναφέρουν φυσιολογική αναπνοή κατά την ηρεμία, με δύσπνοια και συριγμό κατά την έντονη δραστηριότητα, όπως κατά το ανέβασμα σκάλας ή το γρήγορο περπάτημα. Σε αρκετές περιπτώσεις επίσης, ο βήχας είναι αναποτελεσματικός με δυσκολία στην απομάκρυνση των εκκρίσεων. Όταν ο βαθμός της στένωσης είναι μικρού ή μέτριου βαθμού μπορεί να μην επηρεάζει σχεδόν καθόλου την αναπνοή και την ποιότητα ζωής του ασθενούς.

Η εξέταση εκλογής για τη διάγνωση της καλοήθους στένωσης της τραχείας είναι η βρογχοσκόπηση, η οποία επιτρέπει τη λεπτομερή εκτίμηση της έκτασης και του βαθμού της βλάβης, καθώς και της ποιότητας του ιστού πάνω και κάτω από τη στένωση. Οι πληροφορίες αυτές είναι σημαντικές ειδικά στην περίπτωση που σχεδιάζεται χειρουργική διόρθωση της στένωσης της τραχείας. Η απλή ακτινογραφία θώρακος τις περισσότερες φορές αναδεικνύει τη στένωση της τραχείας και η αξονική τομογραφία θώρακος με τρισδιάστατη ανακατασκευή παρέχει λεπτομέρειες όσον αφορά το βαθμό και το μήκος της στένωσης καθώς και τη σχέση της με τις περιβάλλουσες δομές.  

Η χειρουργική διόρθωση ενδείκνυται στις περιπτώσεις σοβαρής στένωσης της τραχείας που προκαλεί συμπτώματα και επηρεάζει την ποιότητα ζωής του ασθενούς. Σημαντική προϋπόθεση είναι το μήκος της στένωσης να μην είναι μεγάλο. Οι στόχοι της χειρουργικής διόρθωσης περιλαμβάνουν την άρση της στένωσης του αυλού της τραχείας και την αποκατάσταση μίας περισσότερο φυσιολογικής αναπνευστικής λειτουργίας. Η προσέγγιση εξαρτάται από τη θέση της βλάβης, με τις στενώσεις της ανώτερης τραχείας να διορθώνονται με τραχηλική τομή και αυτές της κατώτερης τραχείας με στερνοτομή ή συνηθέστερα με δεξιά θωρακοτομή. Η χειρουργική επέμβαση περιλαμβάνει την εκτομή του στενωμένου τμήματος της τραχείας και συρραφή (αναστόμωση) των δύο άκρων. Η προσέγγιση αυτή, όποτε είναι εφικτή, προσφέρει τα καλύτερα και οριστικότερα αποτελέσματα. Μετεγχειρητικά πραγματοποιείται βρογχοσκόπηση προκειμένου να ελεγχθεί το αποτέλεσμα της διόρθωσης και να επιβεβαιωθεί η ομαλότητα της επούλωσής της. Στις περιπτώσεις που η χειρουργική αποκατάσταση δεν είναι δυνατή, κυρίως λόγω της έκτασης της βλάβης, οι επανειλημμένες διαστολές, η διάνοιξη της στένωσης με καυτηριασμό και η τοποθέτηση ενδοπροθέσεων (stents) μέσω βρογχοσκόπησης αποτελούν εναλλακτικούς τρόπους αντιμετώπισης της στένωσης της τραχείας.