Εχινόκοκκος κύστη του πνεύμονα

Η εχινοκοκκίαση είναι παρασιτική νόσος που χαρακτηρίζεται από κυστικές βλάβες σε διάφορα όργανα του σώματος, συχνότερα στο ήπαρ και στους κάτω λοβούς των πνευμόνων. Ο κύριος ξενιστής είναι συνήθως ο σκύλος από τον οποίο τα ωάρια του παρασίτου Echinococcus granulosus μεταδίδονται μέσω του γαστρεντερικού σωλήνα στους ενδιάμεσους ξενιστές όπως είναι τα οικόσιτα ζώα και ο άνθρωπος και αφού εξελιχθούν σε έμβρυα μεταφέρονται και εγκαθίστανται στο ήπαρ, στον πνεύμονα ή σε άλλα όργανα. Εκεί σχηματίζονται οι γνωστές κύστεις, οι οποίες με τον καιρό μεγαλώνουν και μπορούν να φτάσουν σε σημαντικό μέγεθος πριν γίνουν αντιληπτές.

Γενικά, οι μικρές και ακέραιες κύστεις στον πνεύμονα δεν προκαλούν συμπτώματα, ενώ μεγαλύτερου μεγέθους κύστεις προκαλούν συνήθως χρόνιο βήχα λόγω ερεθισμού των βρόγχων, δύσπνοια, θωρακικό άλγος ή αίσθηση θωρακικού βάρους. Η ρήξη μίας εχινοκόκκου κύστης προκαλεί περισσότερο θορυβώδη συμπτώματα τα οποία εξαρτώνται από τη θέση της ρήξης. Η ρήξη μπορεί να είναι αυτόματη ή να προκληθεί από έντονο βήχα ή τραύμα στο θώρακα, και είναι πιθανότερη όσο μεγαλύτερο το μέγεθος της κύστης. Η ρήξη εντός του βρογχικού δένδρου συνοδεύεται από έντονο βήχα, αίσθηση πνιγμού και απόγχρεψη του περιεχομένου της κύστης συχνά μαζί με στερεό υλικό που αντιστοιχεί στις μεμβράνες των θυγατέρων κύστεων. Περισσότερο σοβαρή επίπτωση της ρήξης στους βρόγχους είναι η επιμόλυνση του υπόλοιπου πνεύμονα και η αναφυλαξία.

Η διάγνωση της εχινοκόκκου κύστης σε ασθενή με κυστικό μόρφωμα στον πνεύμονα βασίζεται στο ιστορικό επαφής με ζώα (κυρίως σκύλους ή άλλα οικόσιτα ζώα) ή ταξίδι σε περιοχές που ενδημεί το παράσιτο (Μέση Ανατολή, μεσογειακές χώρες, κεντρική Ασία, νότιος Αμερική και Αυστραλία). Η αξονική τομογραφία θώρακος με ενδοφλέβιο σκιαγραφικό αναδεικνύει με σαφήνεια το μέγεθος και τη θέση της κύστης στον πνεύμονα, ενώ η μαγνητική τομογραφία θώρακος γίνεται στις περιπτώσεις που υπάρχει υπόνοια επικοινωνίας μίας ηπατικής κύστης με την υπεζωκοτική κοιλότητα. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να ελέγχεται και ο εγκέφαλος με μαγνητική τομογραφία. Επίσης θα πρέπει να γίνονται αιματολογικές εξετάσεις για την ανίχνευση αντιεχινοκοκκικών αντισωμάτων, παρόλ’ αυτά, ένα αρνητικό αποτέλεσμα δεν αποκλείει τη διάγνωση εχινοκόκκου κύστεως.

Η φαρμακευτική αντιμετωπίση των εχινοκόκκων κύστεων γίνεται με χορήγηση αντιβιοτικών (αντιελμινθικών φαρμάκων). Λόγω της πιθανότητας ρήξης της κύστης, ειδικά εάν είναι μεγάλη κατά τη διάρκεια της θεραπείας αυτής, τα αντιελμινθικά φάρμακα θα πρέπει να χορηγούνται για μικρό χρονικό διάστημα πριν από μία προγραμματισμένη χειρουργική επέμβαση εκτομής εχινοκόκκου κύστεως του πνεύμονα, για να προστατέψουν αφενός από μία ενδεχόμενη διασπορά κατά τη διάρκεια του χειρουργείου, αφετέρου για να μην υπάρξει αρκετός χρόνος ώστε να εξασθενήσει το τοίχωμα της κύστης και να ραγεί.

Ο στόχος της χειρουργικής επέμβασης είναι η εκτομή της εχινοκόκκου κύστης με διατήρηση το δυνατό περισσότερου πνευμονικού ιστού. Εάν υπάρχουν ταυτόχρονα κύστεις και στο ήπαρ θα πρέπει να προηγείται η εκτομή των πνευμονικών κύστεων, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις είναι δυνατή η ταυτόχρονη εκτομή κύστεων από το δεξιό πνεύμονα και το ήπαρ. Εάν υπάρχουν εχινόκοκκοι κύστεις και στους δύο πνεύμονες προηγείται η αφαίρεση από την πλευρά με τη μεγαλύτερη κύστη, καθώς αυτή έχει τη μεγαλύτερη πιθανότητα να ραγεί. Κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης θα πρέπει να καταβάλλεται κάθε προσπάθεια προκειμένου να μη διασπαρεί περιεχόμενο της εχινοκόκκου κύστης στους γύρω ιστούς. Μετεγχειρητικά οι ασθενείς θα πρέπει να λάβουν αντιελμινθική αγωγή για χρονικό διάστημα που εξαρτάται από την παρουσία και άλλων κύστεων και την πιθανότητα υποτροπής, η οποία σε γενικές γραμμές είναι πολύ μικρή.